Η ΟΜΑΔΑ ΑΓΩΓΗΣ ΥΓΕΙΑΣ στα πλαίσια του προγράμματος " ΟΙ ΝΕΕΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΕΣ
ΣΤΟΝ ΕΛΕΥΘΕΡΟ ΧΡΟΝΟ ΜΑΣ" , με αφορμή ένα χειρόγραφο ενημερωτικό σημείωμα
που διανέμονταν στους επισκέπτες της Μονής , ψηφιοποίησε το κείμενο, πρόσθεσε
φωτογραφίες και δημιούργησε το παρακάτω τρίπτυχο το οποίο τύπωσε σε 1000 αντίτυπα
και τα έδωσε στη μονή για να τα διαθέτει στους επισκέπτες της
Το κείμενο που ψηφιοποίησε είναι το παρακάτω:
Η ΘΕΣΗ ΤΟΥ Το Μοναστήρι βρίσκεται στην καταπράσινη πλαγιά ενός
λόφου, λίγο πριν φτάσει κάποιος στον Πολιχνίτο. Το ένα χιλιόμετρο χωματόδρομου,
που το χωρίζει από τον κεντρικό δρόμο Μυτιλήνης - Πολιχνίτου είναι σε πολύ καλή
κατάσταση. Από τις αρχές του 2006 το μοναστήρι και ο περιβάλλων χώρος αλλάζει
σταδιακά μορφή, χάρη στην εργατικότητα και τις φροντίδες των μοναχών, αλλά και
τη συνδρομή των πιστών.
ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑΗ προσφάτως επανασυσταθείσα, Μονή της Κοιμήσεως
της Θεοτόκου Δαμανδρίου είναι ένα από τα πλέον ενδιαφέροντα εκκλησιαστικά μνημεία
της Λέσβου, εξαιτίας του τοιχογραφικού διάκοσμου του καθολικού της, στο οποίο
αντικατοπτρίζεται η μακρόχρονη ιστορία του μοναστηριού, η οποία σύμφωνα με μια
από τις θεωρίες για την ίδρυσή του φτάνει ως τη βυζαντινή εποχή.
Δυστυχώς στο σημείο αυτό οι ιστορικές πληροφορίες είναι εξαιρετικά περιορισμένες,
με αποτέλεσμα να μην υπάρχει ομοφωνία ως προς το χρόνο ιδρύσεως του μοναστηριού,
για το οποίο πάντως γίνεται γενικά αποδεκτό ότι ήταν χτισμένο μέσα στα όρια
ενός ζωντανού παλαιότερου οικισμού, στον οποίο οφείλει και την ονομασία του.
Η παράδοση αυτή βασίζεται στο ότι το χωριό με το όνομα Δαμάνδριον αναφερόταν
σε μη σωζόμενο πλέον χειρόγραφο κώδικα της Μητροπόλεως Μυτιλήνης, ο οποίος κάλυπτε
τη χρονική περίοδο από το 1567 έως το 1652, όπως αναφέρει ο Σταυράκης Αναγνώστου
στο έργο του " Η Λεσβιάς Ωδή". Οι απόψεις όμως διίστανται ως προς
την περίοδο λειτουργίας του Μοναστηριού και το χαρακτήρα του, το αν δηλαδή επρόκειτο
για αστικό μοναστήρι ή ενοριακό ναό.
Η πρώτη απ' αυτές στηρίζεται στην ύπαρξη ερειπίων βυζαντινού οικισμού σε μικρή
απόσταση από τη μονή και αποδέχεται ότι το Δαμάνδριον υπήρχε ήδη από τη Βυζαντινή
εποχή και ήταν αστικό μοναστήρι.
Σύμφωνα με τη δεύτερη άποψη το Δαμάνδριο ήταν ενοριακός ναός του χωριού, που
διαλύθηκε τον 17ο αιώνα. Μετά την ερήμωση του χωριού, οι μοναχοί της γειτονικής
Μονής του Αγίου Γεωργίου ( η οποία έπαψε να υφίσταται) εγκαταστάθηκαν στο μοναστήρι
και αξιοποίησαν τον Ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου ως καθολικό της νέας Μονής.
Οι ελληνόγλωσσες αρχειακές πηγές (τουλάχιστον όσες μέχρι στιγμής έχουν εκδοθεί)
δεν παρέχουν στοιχεία για την ιστορία του Μοναστηριού. Το κενό καλύπτεται ελάχιστα
από οθωμανικά αρχεία, καθώς πρόσφατα γνωστοποιηθέντα κατάστιχα περιλαμβάνουν
αναφορές στη φορολόγησή του, παρέχοντας μας την απόδειξη λειτουργίας της Μονής
σε δυο διαφορετικές περιόδους, στις οποίες χρονολογούνται. Το πρώτο είναι το
φορολογικό κατάστιχο του 1548 και το δεύτερο αντίστοιχο έγγραφο του 1700. Από
τη μελέτη των στοιχείων του καταδεικνύεται ότι κατά την ενδιάμεση περίοδο η
μονή αύξησε σημαντικά την περιουσία της, κάτι που επιβεβαιώνεται από κατάστιχο
"των χωραφίων του μοναστηρίου Δαμάνδρι" με ημερομηνία 10 Οκτωβρίου
1768, το κείμενο του οποίου έχει αντιγραφεί στον Κώδικα Β΄ της Μητροπόλεως Μυτιλήνης
(φ. 36r) την 1 Οκτωβρίου του 1810.
Δεν γνωρίζουμε μέχρι πότε διήρκεσε η περίοδος των παχέων αγελάδων για τη μονή.
Στα μέσα του 19ου αιώνα πάντως η αδελφότητα και η γενικότερη κατάσταση της παρουσιάζεται
ισχνή. Το 1863 ο Γεώργιος Αριστείδης γράφει στο βιβλίο του "Τετραλογία
πανηγυρική" ότι στη μονή διέμενε τότε ένας ιερομόναχος και δυο - τρεις
μοναχοί, παρουσιάζοντας έτσι την εικόνα της καταπτώσεως του μοναστηριού, που
τελικά οδήγησε στην ερήμωσή του.
Στο αρχείο του Μητροπολίτη Μυτιλήνης και μετέπειτα Πατριάρχη Αλεξανδρείας Καλλινίκου
σώθηκε μάλιστα αντίγραφο " Αρχιερατικού Αποδεικτικού γράμματος" με
ημερομηνία 1 Σεπτεμβρίου 1845, στο οποίο καταγράφεται η πολύτιμη πληροφορία
ότι από τότε το μοναστήρι είχε χάσει την αδελφότητά του και προκειμένου να αποφευχθεί
η παντελής ερήμωσή του αποφασίστηκε να ενοικιάζεται σε κάποιον ιερωμένο που
αναλάμβανε την υποχρέωση να συντηρεί τα κτίρια. Το ίδιο έγγραφο είναι ενοικιαστήριο
του Δαμανδρίου, στο οποίο μεταξύ άλλων αναφέρεται ότι συνηθιζόταν από τους προκατόχους
του Καλλίνικου " να ενοικιάζεται εις Ιερωμένους εφ' όρου ζωής αυτών δια
την διηνεκή αυτού συντήρησιν και παντοτινήν διάρκειαν επί καλή καταστάσει, την
οποίαν ενοικιαζόμενον ετησίως δεν ήθελεν έχει ένεκα του προσκαίρου των ενοικιαστών,
αφορώντων μόνον το ίδιον συμφέρον και ουχί του Μονυδρίου, ως παρετηρήθη πολυχρονίως
παρά των προκατόχων, οι οποίοι ηκολούθησαν τον τρόπον τούτον της ενοικιάσεως
συμφερότερον, εγκριθέντα και παρά της Εκκλησίας"
Για την ιστορία ας αναφερθεί ότι με το συγκεκριμένο έγγραφο το Δαμάνδρι ενοικιάζεται
στον ιερομόναχο Προκόπιο, ο οποίος υποχρεούται να αποδίδει κάθε χρόνο στην Μητρόπολη
ποσό επτακοσίων εβδομήντα γροσίων
Τα ημίμετρα δεν απέδωσαν καρπούς και το μοναστήρι διαλύθηκε. Η ερήμωσή του ανάγκασε
το 1933 την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος να χαρακτηρίσει το Δαμάνδρι
Μητροπολιτικόν Αγρόκτημα, ορίζοντας ταυτόχρονα ότι τα έσοδα από τη διαχείρισή
του θα διατίθενται σε αγαθοεργίες. Αργότερα η Μητρόπολη αξιοποίησε τους χώρους
στεγάζοντας γηροκομείο, το οποίο λειτούργησε από το 1958 μέχρι τα μέσα της δεκαετίας
του 1980, παρέχοντας φιλοξενία σε πολυάριθμους ηλικιωμένους της γύρω περιοχής.
Τα τελευταία χρόνια η μονή επανασυστήθηκε και λειτούργησε ως γυναικείο μοναστήρι,
συνεχίζοντας μια ιστορία αιώνων. Τέλος από το 2005 λειτουργεί ως ανδρικό με
τρεις μοναχούς.
ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑΟ πλέον εντυπωσιακός μάρτυρας της ιστορίας
αυτής είναι το ίδιο το καθολικό της μια μονόχωρη ξυλόστεγη κεραμοσκεπής βασιλική
μικρών διαστάσεων (μήκους 10,10 και πλάτους 4,50 μ), ιστορημένη με αξιόλογες
τοιχογραφίες, από τις οποίες σώζεται μέρος του προγράμματος του νάρθηκα, του
κυρίως ναού και του ιερού βήματος. Δυστυχώς η κατάσταση του μνημείου είναι κακή
και απαιτεί την άμεση παρέμβαση ειδικών. Μεγάλο μέρος του εικονογραφικού προγράμματος
έχει καταστραφεί από την αδυσώπητη υγρασία, ενώ πολλές τοιχογραφίες βρίσκονται
σε οριακή κατάσταση παθολογίας.
Θεματολογικά οι παραστάσεις δεν παρουσιάζουν πρωτοτυπία αλλά ακολουθούν παλαιότερα
πρότυπα. Η ιστόρηση του ναού χρονολογείται στο δεύτερο μισό του 16ου αιώνα και
εκφράζεται η άποψη ότι είναι έργο δυο διαφορετικών τεχνητών, δασκάλου και μαθητή.
Τεχνοτροπικά παρουσιάζουν έμμεση εξάρτηση από την κρητική παράδοση. Το στοιχείο
αυτό οδηγεί στο συμπέρασμα, ότι οι ζωγράφοι προέρχονταν από την Βόρειο Ελλάδα
και ίσως από το Άγιο Όρος.
Σε κάποια σημεία οι τοιχογραφίες έχουν επιζωγραφισθεί, πιθανότατα από τον Χιώτη
ζωγράφο Μιχαήλ Χωματζά, ο οποίος έχει χαράξει στο βόρειο τοίχο του κυρίως ναού
την επιγραφή: 1733 Μιχαήλ Χωματζάς εν Χίω τάχα και ζωγράφος"
Στη δεκαετία του 1930 έγιναν εργασίες συντηρήσεως του καθολικού, κατά την διάρκεια
των οποίων αποκαλύφθηκαν οι τοιχογραφίες του κυρίως ναού κάτω από στρώμα ασβεστοκονιάματος.
Οι τοιχογραφίες του νάρθηκα παραμένουν ακόμα κάτω από τα νεότερα επιχρίσματα,
περιμένοντας την αποκάλυψη και τη μελέτη τους.
Αξιόλογα επίσης στοιχεία του καθολικού είναι το πλακόστρωτο δάπεδό του, ορισμένες
από τις πλάκες του οποίου φέρουν ανάγλυφη διακόσμηση.
Το ξυλόγλυπτο τέμπλο του ναού αποτελεί συναρμολόγηση διαφόρων τμημάτων από
τέμπλα άλλων ναών της περιοχής. τα επί μέρους κομμάτια ανήκουν σε διαφορετικές
τεχνοτροπίες κατασκευής και διακοσμήσεως και προέρχονται από διαφορετικές χρονικές
περιόδους, από τις οποίες είναι δυνατό να εντοπισθούν τουλάχιστον τέσσερις.
Το τέμπλο έφερε παλαιότερα δυο αξιόλογες φορητές εικόνες, του Χριστού και της
Παναγίας στον τύπο της Οδηγήτρας, έργα του 16ου και 17ου αιώνα αντίστοιχα. Η
πρώτη από αυτές μεταφέρθηκε πριν αρκετές δεκαετίες στο ναό της Παναγίας στην
Αγιάσο, το τέμπλο του οποίου κοσμεί μέχρι σήμερα. Η εικόνα της Παναγίας της
Οδηγήτρας, ο Σταυρός και τα λυπηρά του τέμπλου έχουν μεταφερθεί στο Εκκλησιαστικό
Μουσείο της Μυτιλήνης, όπου και εκτίθενται.