17-11-2010

Είχαμε καιρό να μιλήσουμε. Είχα ξεχάσει το γέλιο της και τον τόνο της φωνής της όταν παραπονιέται. Ποτέ όμως δεν ξεχνάς μια τόσο καλή φίλη. Μιλάγαμε ώρες. Είναι τόσο αυθόρμητη και ειλικρινής. Ρούχα, έξοδοι, τηλεόραση, αγόρια, γονείς, αδέρφια. Τόσα πολλά να πεις. Κάποια στιγμή σταμάτησε.«Δεν ξέρω ρε» μου λέει. «Νιώθω πως ο κόσμος είναι ψεύτικος γύρω μου, μια φούσκα από πετρέλαιο που θέλω να σκάσει.

Σήμερα είχαμε γιορτή. χα! Γιορτή! Ξέρεις αυτά τα ποιήματα, τα πεζά και τα τραγούδια που περιμένουμε πως και πώς να τελειώσουν για να πάμε για καφέ. Οι φιλόλογοι έμοιαζαν σαν να μάθαιναν για εξισώσεις, οι μαθηματικοί  σαν να τους μιλούσες για τον Σοφοκλή και οι φυσικοί και οι χημικοί σαν να προσπαθούσες  να τους διδάξεις κείμενα ή φιλοσοφία. Αγγαρεία ρε.

Παρόλα αυτά κανείς δεν προσπάθησε να καταλάβει τι σήμαινε αυτή η μέρα. Κανείς δεν έφυγε και δεν υποστήριξε αυτό που ένιωθε πραγματικά. Και μετά …» Μου μίλαγε τόσο αγχωμένα. Είχε αγχωθεί από θύμο ίσως, από απογοήτευση δεν ξέρω. Μαντεύω πως αν ήμουν κοντά της θα δάγκωνε τα χείλια της και τα θα πίεζε τους αντίχειρές της. Είχε τόσο δίκιο σε ότι έλεγε.
        
Μου έλεγε ότι η φωνή του Παπαχρήστου το «είμαστε αδέρφια μην πυροβολείτε» της έμεινε από εκείνη την μια ώρα. Φωνή με πάθος, οργή γεμάτη αγάπη, ζωντανή φωνή γεμάτη θάνατο … Κανένας ούτε για πέντε λεπτά δεν σκέφτηκε τι έγινε τον Νοέμβρη του ΄73. Γιατί ; «Αλλά ποιος να νοιαστεί ;» μου είπε «και για ποιόν λόγο; » «Ζω σε μια χώρα που το δημόσιο είναι θεός. Δημόσιο λέει ο άλλος και νιώθει πως θα έχει μια βασιλική ζωή. Πέθαναν δεκάδες παιδιά και δεν τον ενδιαφέρει στο ελάχιστο που αυτά τα παιδιά είναι η αιτία που αυτός τώρα μιλάει, αποφασίζει, ψηφίζει και ζει ελεύθερα. Η επιθυμία για ένταξη στο δημόσιο έχει πλέον περάσει στο DNA του Έλληνα. Στο δημόσιο παιδί μου, να γράψεις καλά για να περάσεις αργότερα στο δημόσιο. Ποιος ρώτησε ποτέ αυτό το παιδί τι θέλει να κάνει στην ζωή του, τι του αρέσει …» Η φωνή της ήταν γεμάτη ένταση δεν σταμάταγε καθόλου να μιλάει. «Και από την άλλη γιατί για όλα φταίνε οι ενήλικες; Εμείς δεν είμαστε παιδιά πλέον. Φταίμε. Φαντάσου τι θα γινόταν αν αυτά τα παιδιά το΄73 πήγαιναν για καφέ; Ο συμμαθητής μου έχει μείνει για δεύτερη φορά σ' αυτήν την τάξη. Κάνει κοπάνα από την δωρεάν παιδεία που του προσφέρει το κράτος. Ζει για το τσιγάρο και τον φραπέ. Οι γονείς του δεν έχουν λεφτά για πετρέλαιο και αυτός ζητάει μηχανάκι. Φοράει αμάνικα του Τσε και ακούει επαναστατικά τραγούδια. Βρίζει το όλο σύστημα αλλά φυσικά δεν κάνει τίποτα για να το αλλάξει γιατί κατά βάθος ξέρει πως σε λίγο καιρό θα ανήκει στο σύστημα … Μετά πιστεύουν οι καθηγητές πως αυτοί είναι οι επαναστάτες της γενιάς μας. Όχι δεν είναι. Είναι ντροπή να χαρακτηρίζονται έτσι. Ποιος από αυτούς ρε» μου λέει «να νοιαστεί; Ποιος να νοιαστεί για τα εικοσάχρονα που τότε μάτωσαν τον λαιμό τους και τα χέρια τους, μάτωσαν την καρδιά τους;» Όντως , ποιος θυμάται τις ρόδες των τανκς που πέρασαν από πάνω τους; Ποιος θυμάται τους γονείς που ούρλιαζαν πάνω από τα πτώματα τα ονόματα των παιδιών τους με την ψευδαίσθηση ότι κάποιος θα απαντούσε; Ο Ορέστης από τον Βόλο ήταν πεσμένος και πάνω του τα σίδερα της πόρτας, η Μαρία από την Σπάρτη λίγο πιο κει. Η μάνα της Μαρίας έμπηγε τα νύχια της στο άψυχο κορμί. Έβλεπε το παιδί της εκεί τόσο ζεστό και τόσο παγωμένο, τόσο μαύρο και τόσο κόκκινο. Έβλεπε το κορμί που για εννιά μήνες είχε μέσα της. Ο πατέρας του  Ορέστη έβλεπε τον γιό του διαλυμένο. Ποιος όμως είχε διαλυθεί πιο πολύ;  Έβλεπε αυτό το φρέσκο παλικαράκι που το χε δει να κάνει τα πρώτα του βήματα και να λέει τις πρώτες του λέξεις, να πρωτοδιαβάζει και να πρωτοξυρίζεται να ναι πεσμένο εκεί κάτω.  Και τότε ανοίγει ο ουρανός για να πάρει ό,τι πολυτιμότερο είχε χαρίσει ο Θεός στην Ελλάδα εκείνη την εποχή. Ανοίγει διάπλατα για να περάσουν οι ήρωες. Και φεύγει η Μαρία και φεύγει ο Ορέστης με ένα τόσο γλυκό χαμόγελο, όπως την πρώτη φορά που είχαν ερωτευθεί. Τους περιμένει στον Παράδεισο ο Κεμάλ και η αιώνια δόξα.

Ξεχάστηκαν αυτά. Ξεχάστηκαν. Τώρα ξέρουμε μόνο είτε ότι η Ελλάδα   προοδεύει είτε ότι θα χαθεί. Δεν ξέρω τι να πιστέψω. Γίνονται ακόμα «επαναστάσεις» βέβαια. Πάντα θα γίνονται. Επαναστατεί ο αναρχικός και αφανίζει κυριολεκτικά το περιπτεράκι στην γωνία, την μόνη πηγή εσόδων μιας εξαμελούς οικογένειας. Από την άλλη ο καλός αστυνομικός του φωνάζει με στοργική φωνή για να τον συνετίσει και μόνο «φύγε ρε αλήτη».  Ίσως άλλαξε η έννοια της «επανάστασης». Οι επαναστάτες πλέον σκοτώνουν εγκύους που δουλεύουν για εξακόσια ευρώ τον μήνα. Οι επαναστάτες πλέον σκοτώνουν. Δεν ξέρω,  ίσως είναι απόγονοι των φαντάρων μέσα στα τανκς. Οι απόγονοι των φοιτητών εκλείπουν απ την Ελλάδα, εκλείπουν από τον κόσμο. Οι επαναστάτες καίνε και καταστρέφουν την κάποτε δοξασμένη Αθήνα δημιουργώντας την σε επίγεια κόλαση. Οι αστυνομικοί κυκλοφορούν στους δρόμους μόνο όταν γίνονται πορείες. Λίγα της λόγια μου δημιούργησαν τόσες εικόνες και τόσες σκέψεις. «Κανείς ρε πια δεν κάνει κάτι χρήσιμο στην ζωή του, κάτι δημιουργικό. Βρίσκεις κάποια θέση να βολευτείς και αυτό είναι όλο. Η γεύση και η μυρωδιά της προσπάθειας η γλύκα του να νιώθεις όντως χρήσιμος. Η αίσθηση του να αγαπάς πραγματικά.

Από την άλλη μου λένε οι μεγάλοι … δύσκολοι καιροί Ράνια. Τι να κάνεις; Φυσικά και δύσκολοι δεν αντιλέγω. Δεν ονειροπολώ. Χρειάζεται οργάνωση και όρεξη για δουλειά. Κριτική σκέψη και δημιουργικότητα. Αυτό είναι. Όσοι Έλληνες τις γνωρίζουν καλά αυτές τις λέξεις κατέχουν μεγάλες επιχειρήσεις και ας άρχισαν από το μηδέν. Και ας άρχισαν με πεντακόσια ευρώ στην τσέπη όταν έφυγαν από το χωριό. Δεν θέλω να αλλάξω τον κόσμο. Δεν θέλω όμως να καληνυχτίσω τον Κεμάλ όπως ο Χατζιδάκις. Ξέρω ότι δεν θα αλλάξει. Εξάλλου ακόμα και αν αυτό γινόταν, τότε για τι θα προσπαθούσαμε, για τι θα μαχόμαστε; Δεν θα είχε νόημα. Απλώς θέλω και προσπαθώ να βελτιωθώ πρώτα εγώ. Εγώ. Και αν μαζευτούν πολλά εγώ, τότε ναι ίσως ο κόσμος μπορεί να βελτιωθεί …. Δίκιο δεν έχω;» Η φωνή της τώρα ήταν τόσο ήρεμη. Τόσο σίγουρη. «Δίκιο έχεις. Απόλυτο δίκιο …» της είπα.

Γεω Τ.

συνεχίζεται