Το πιο παράξενο ταξίδι της ζωής μου

Μπήκα στην άμαξα με την γιαγιά. Έβρεχε και μύριζε έντονα το βρεγμένο χώμα. Δεν κρύωνα. Δεν ένιωθα. Ήμουν τόσο κενή. Θα ορκιζόμουν ότι δεν είχα σώμα. Η γιαγιά χαμογελούσε τόσο ψεύτικα, ήταν αγχωμένη και φαινόταν. Σκεφτόμουν πως θα ήταν να πηγαίναμε σε ένα τέτοιο μέρος για τόσο καιρό. Δεν ξέρω αν θ' αντέξω, αλλά και πάλι δεν με ενδιαφέρει. Θέλω κάτι καινούριο, θέλω μια καινούρια αρχή...

Ήθελα όλα να αλλάξουν. Ξαφνικά!!! Σταμάτησε να ακούγεται ο θόρυβος των σταγόνων της βροχής που έπεφταν στο χώμα. Δεν ήξερα πόσες ώρες ταξιδεύαμε. Πρώτη φορά έβλεπα τόσο λαμπερό, ήλιο, σε πιο μέρος να είμαι, αναρωτήθηκα.

Η διάθεσή μου άρχισε να αλλάζει, δεν φοβόμουν πια  για το τι θα αντικρύσω πίστευα πως όλα θα ήταν σαν εκείνο, το καλοκαιρινό μου όνειρο. Εκεί πρωταγωνιστούσαν το φως, τα έντονα χρώματα και συναισθήματα, ήμουν πλέον σίγουρη.

Ο χρόνος κυλούσε σιωπηλός. Έκλεισα τα μάτια και στο νου μου ερχόταν ακόμα πιο έντονη η εικόνα από το καλοκαιρινό μου όνειρο. Τώρα οι σταγόνες  της βροχής ηχούσαν γλυκά στα αφτιά μου...

Σαν να ακούω τον γλυκό και ήρεμο ήχο των πουλιών που μεταναστεύουν το χειμώνα. Να ήμουν κι εγώ πουλί, σκέφτηκα, να ανοίξω τα φτερά μου και να πετάξω ψηλά στον ουρανό.

Όταν άνοιξα τα μάτια μου είδα πάλι το ψεύτικο χαμόγελο της γιαγιάς μου. Με ήρεμη και φοβισμένη φωνή μου είπε: “Έλα κοριτσάκι ξύπνα. Φτάσαμε!”.Επιτέλους! Θα έβλεπα τον “νέο κόσμο” που τόσο λαχταρούσα. Πριν ανοίξει την πόρτα της άμαξας η γιαγιά μου σώπασε. Γονάτισε και έκανε τον σταυρό της. Ξαφνιάστηκα. Άρχισα και εγώ να λέω το “Πάτερ ημών”. Μόνο αυτήν την προσευχή ήξερα. Άνοιξε την πόρτα. Στο πρόσωπό της δεν είδα μίσος, αλλά αγάπη. Εκείνη την στιγμή κατάλαβα πως δεν έχει σημασία ο “νέος κόσμος”, αλλά να είμαι δίπλα στη γιαγιά μου.

Είναι ωραίο να έχεις ανθρώπους που αγαπάς και σ' αγαπάνε δίπλα σου... αυτό σκέφτηκα, και αμέσως αγκάλιασα την γιαγιάκα μου. Ήταν ο μόνος άνθρωπος που είχα στην ζωή, ήταν ο μόνος άνθρωπος που θα με στήριζε, οπότε, το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να είμαι δίπλα της και να της γελάω. Πραγματικά, δεν είχε σημασία πού ήμασταν, αλλά ότι είχαμε η μία την άλλη. Και, πλέον, άρχισα να πιστεύω ότι αυτό που λένε, ”Αν χαμογελάσεις στη ζωή, σου χαμογελάει κι εκείνη”, ισχύει.

Μόλις είχαμε φτάσει σ' ένα χωριουδάκι, ένα μικρό παράδεισο με πινελιές “τσίρκου”. Κάθε τι σε αυτό το μέρος ήταν αξιοπρόσεκτο, έχοντας την δική του ιδιαιτερότητα...

Το μόνο που είχα να κάνω εγώ και η γιαγιά μου ήταν να ζήσουμε την κάθε στιγμή... και ήταν η ευκαιρία μου να κάνω μια καινούρια αρχή... κι όπου βγει...

(συνεχίζεται στο επόμενο τεύχος)


φωτογραφία - επεξεργασία εικόνας: Evita
κείμενο:παρα 5

 

 

                            

συνεχίζεται